- πετρελαιοφόρος
- ος, ο[ν] 1. нефтеносный, содержащий нефть;
πετρελαιοφόρο στρώμα — нефтяной пласт;
2. (τό ):πετρελαιοφόρο (πλοίο) — нефтеналивное судно, танкер
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πετρελαιοφόρο στρώμα — нефтяной пласт;
πετρελαιοφόρο (πλοίο) — нефтеналивное судно, танкер
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πετρελαιοφόρος — ο, θηλ. και α, Ν 1. αυτός που φέρει, που περιέχει πετρέλαιο (α. «πετρελαιοφόρος περιοχή» β. «πετρελαιοφόρα στρώματα») 2. αυτός που μεταφέρει πετρέλαιο (α. «πετρελαιοφόρος αγωγός» β. «πετρελαιοφόρο πλοίο») 3. το ουδ. ως ουσ. το πετρελαιοφόρο πλοίο … Dictionary of Greek
πετρελαιοφόρος — α, ο αυτός που φέρνει ή έχει πετρέλαιο: Πετρελαιοφόρα κοιτάσματα της γης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα Έκταση: 82.880 τ. χλμ Πληθυσμός: 2.407.460 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Άμπου Ντάμπι (398.695 κάτ. το 1995)Κράτος της Αραβικής Χερσονήσου στην είσοδο του Περσικού κόλπου. Συνορεύει στα ΝΔ με τη Σαουδική Αραβία … Dictionary of Greek